- εκκομιδή
- η (AM ἐκκομιδή)εκφορά νεκρού, κηδείααρχ.1. μεταφορά σε ασφαλές μέρος2. αποκόμιση ακαθαρσιών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκκομιδῇ — ἐκκομιδή removal fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκομιδή — removal fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκομιδαῖς — ἐκκομιδή removal fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκομιδῆς — ἐκκομιδή removal fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκομιδήν — ἐκκομιδή removal fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)